Στην πολυκατοικία κάποιος μου παίρνει το ασανσέρ πριν προλάβω να ανοίξω την πόρτα. Γάμα το, θα πάω με τα πόδια.
Αρχίζω να κατεβαίνω τις σκάλες και η οικοδομή καλοσυντηρημένη μεν, αλλά στα σημεία δείχνει την ηλικία της – νιώθω μια φευγαλέα ταύτιση.
Βιάζομαι και κάνω γρήγορα βήματα σε ένα υπνωτιστικό σπιράλ προς το έδαφος, εκεί όπου πατάνε οι ρίζες. Μέσα στην βιασύνη μου, χάνω 2 φίλες μου.
4ος όροφος, τα μάρμαρα στα σκαλιά κάτασπρα, και ένα φωτιστικό καίει χλωμά από τα χρόνια της κρίσης – η συσκευασία έγραφε “λάμπα οικονομίας”.
3ος όροφος, απολύομαι από τον Ε.Σ., δουλεύω στην Θεσσαλονίκη, κάνω σεξ με μαρμάρινα κορμιά και φεύγω για την Βαλένθια. Μαθαίνω ότι η φυγή δεν λύνει προβλήματα. Τα βήματά μου – γρήγορα – κατεβαίνουν τα σκαλιά την ώρα που κάποιος ανεβαίνει αβίαστα με το ασανσέρ.
2ος όροφος, δεν παίζω ποδόσφαιρο με τα παιδιά και ακούω ραδιόφωνο. Είναι ’87, έχω λεπτές τρίχες στο μουστάκι, ο Bryan Ferry λέει το The Right Stuff από εκείνη την κασέτα που πήραμε από τα μάρμαρα της αγοράς της Ανδριανούπολης. Φωνάζω τον μπαμπά μου και δύο Τούρκοι χαίρονται που ένα ελληνάκι είπε μια τούρκικη λέξη. Χαίρομαι κι εγώ που άθελά μου μίλησα τουρκικά, çok bereket.
1ος και είναι 70s. Γεννιέμαι μισοπνιγμένος και ξεσπάω σε κλάματα. Το φως με τυφλώνει και εισπνέω για να βιώσω την σαγηνευτική εμπειρία της επίγειας ζωής. Παίζει το Year of the Cat και πιστεύω ότι μόλις ήρθα από μια άλλη ζωή όπου ήμουνα αιλουροειδές. Οι γάτες θα με κοιτάνε στα μάτια μια ολόκληρη ζωή.
Ισόγειο και φτάνω εκεί που βγαίνουν οι ρίζες. Τρέχω προς την έξοδο γιατί βιάζομαι να ζήσω ή να ελευθερωθώ – ψάχνω την διάκριση στο κινητό μου. Ευτυχώς, δεν έχω καθόλου σήμα.
Για 7 δευτερόλεπτα δεν στέλνει κανείς και σκέφτομαι μόνος. Η σκέψη μου στρίβει και μπαίνει σε ένα δωμάτιο που δεν γνώριζα. Οι σόλες μου λαστιχένιες, δεν ακούγονται καθόλου.
Δρασκελίζω. Τα λευκά μάρμαρα της Φορμίωνος σταθερά από κάτω μου, σχεδόν άφθαρτα και πρόθυμα να ανεβάσουν όποιον άνθρωπο θέλει σε κάθε στιγμή του χωροχρόνου.
– κάθε άνθρωπο που θέλει να ζήσει βιαστικά ή να πεθάνει ελεύθερος.
Πάω να ανοίξω την πόρτα της πολυκατοικίας. Μία καθαρίστρια από την Γεωργία σφουγγαρίζει.
Με κοιτάει και μου χαμογελάει
– εκείνη ξέρει ότι μπορώ να πατήσω αυτά τα μάρμαρα για να πάω οπουδήποτε.
Βγαίνω έξω.
Έχασα το ασανσέρ
αλλά ο κόσμος είναι πορτοκαλί.
